- αμερικανιστής
- οαυτός που ασχολείται με τη γλώσσα, τη θρησκεία, την ιστορία κτλ. της αμερικανικής ηπείρου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αμερικανιστής — ο 1. αυτός που μελετά οτιδήποτε αφορά στην Αμερική, που ασχολείται δηλ. με μελέτες εθνογραφίας, γλωσσολογίας και θρησκειολογίας τής αμερικανικής ηπείρου 2. οπαδός τού θρησκευτικού αμερικανισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αμερικανός + παραγ. κατάλ. ισμός] … Dictionary of Greek
Αμερικανός — και Αμερικάνος, ο (θηλ. Αμερικανίδα και Αμερικάνα) 1. αυτός που κατοικεί στην Αμερική ή κατάγεται από αυτήν 2. υπήκοος τού αμερικανικού κράτους 3. Ελληνας που ζει στην Αμερική ή επέστρεψε από εκεί 4. αυτός που με τη συμπεριφορά του προσπαθεί να… … Dictionary of Greek